- ψυχωφελώς
- ψυχωφελῶς, ΝΜβλ. ψυχωφελής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχωφελής — ές, ΝΜΑ ωφέλιμος για την ψυχή («ψυχωφελῆ διδάγματα», Κύρ.). επίρρ... ψυχωφελώς / ψυχοφελῶς, ΝΜ κατά τρόπο ωφέλιμο για την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ωφελής (< ὄφελος, πρβλ. κοιν ωφελής, με έκταση λόγω συνθέσεως)] … Dictionary of Greek